λαμβανόντων

λαμβανόντων
λαμβάνω
a
pres part act masc/neut gen pl
λαμβάνω
a
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυαμοτρώξ — κυαμοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώγει κυάμους 2. αυτός που ψηφίζει όποιον τού δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”